-
1 член
1. (организации, общества, объединения и т.п) το μέλος- του κοινοβουλίου, ο βουλευτής2. грам. το μέρος, το άρθρο 3. мат. о όρ/ος- - множества το μέλος του συνόλου 4. анат. το μόριο(половой) το ανδρικό γεννητικό μόριο, το πέοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > член
-
2 командир
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > командир
-
3 судно
I.(для транспортных, промысловых и военных целей) το πλοί/ο, το σκάφος, το καράβι* *арест на - κατάσχεση του - ου, буксируемое - ρυμουλκούμενο -грузовместимость - а χωρητικότητα του - ου, μεταφορική ικανότητα του - ουобслуживание судами типа «ро-ро» εξυπηρέτηση με τα - α τύπου «ро-ро»отклонение - а от курса απόκλιση του - ου από την πορεία, η παρέκκλισηпростой - а η καθυστέρηση, η υπεραναμονήспускать - на воду καθελκύω/κα-θελκώ το -ставить - в док πάω το - για δεξαμενισμό, δεξαμενίζω το -αγκυροβολώ το -грузопассажирское - επιβατηγοφορτηγό -, μεικτό --китобойное - φαλαινοθηρικό -, η φαλαινίδαлоцманское - η πλοηγίδα, πλοηγικό -лоцмейстерское - см. лоцманское -навалочное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαналивное - το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ (ξεν.)насыпное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαнефтеналивное - πετρελαιοφόρο -, το δεξαμενόπλοιο- μεταφοράς επιβατών και τροχοφόρων οχημάτων, το φεριμπότ (ξεν.)сухогрузное - ξηρού φορτίου, φορτηγό -транспортное - μεταγωγικό -, μεταφορικό -II.мед. το καθήκι, η πάπια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судно
-
4 список
(перечень) о κατάλογ/οςо πίνακας, το ευρετήριοбыть в - ке είμαι/βρίσκομαι στον - οпроверять - ελέγχω/τσεκάρω τον - οсогласовать - εγκρίνω/συμφωνώ τον - οтитульные - ки стр. - κτηρίων γενικής επισκευήςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > список